Πάω και ρίχνω το μωρό. Γύρισε!! Με κοίταξε στα μάτια κι έφυγε… – Νέλλη Γκίνη

Πάω και ρίχνω το μωρό. Γύρισε!! Με κοίταξε στα μάτια κι έφυγε...   Νέλλη Γκίνη

Η Νέλλη Γκίνη εξομολογείται στην Espresso και την Αλεξάνδρα Τσόλκα…

Ζει σε ένα διαμέρισμα σε παραλιακή περιοχή. Είναι μάλιστα για πρώτη φορά διαχειρίστρια. Κάποτε είχε άλλο ένα σπίτι. Αγόραζε, πούλαγε και τελικά το έχασε. Ονειρο είχε τη μονοκατοικία και τη γη, να πατάει, να καλλιεργεί, να ’χει λουλούδια και κηπευτικά. Στη βεράντα της έχει γλάστρες με μυρωδικά πια.

Πάντοτε κοιμόταν ξημερώματα, τώρα ξυπνάει και απολαμβάνει την αυγή. Εμαθε να μαγειρεύει! Ο γιος της είναι πια 27 χρόνων. Η τρυφερότητά του φαίνεται στο βλέμμα με το οποίο την κοιτά και στα τηλέφωνα που θα την πάρει να δει αν είναι καλά. Αυτή θέλει ακόμα να τον χαϊδεύει, αλλά δεν το κάνει!

«Ασχολείται με τη μουσική. Γράφει κάτι στίχους που -τι να πω, να μη φανεί ως καύχημα μάνας;- είναι υπέροχοι! Δεν θέλει να τον συστήσω πουθενά, να λένε πως ό,τι κάνει συμβαίνει επειδή είναι γιος μου.

»Πάντα δούλευε, παράλληλα με τις σπουδές του στη μουσική και τη μηχανική ήχου. Ακόμα και σε σούπερ μάρκετ ή κολλώντας γιγαντοαφίσες στον δρόμο. Περήφανος! Τι θα απογίνουν τα παιδιά με αυτή την κρίση και την ανεργία; Τι;» λέει με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Η μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια, που έβαλε τη δική της σφραγίδα στον καλλιτεχνικό χώρο, «ξεφυλλίζει» το άλμπουμ των αναμνήσεών της και γυρίζει στο χθες. Στα παιδικά της χρόνια (με έναν πατέρα να τρέχει στις λαϊκές για να θρέψει τη φαμίλια του), στην πρώτη της εμπειρία στο σανίδι, στο παιδικό θέατρο του Χιόνη στα δώδεκά της χρόνια και μετά; Μετά ξεκινά το δικό της ταξίδι στο θέατρο και το τραγούδι. Και όλα αυτά «πασπαλισμένα» με έναν μεγάλο έρωτα που έληξε άδοξα.

Με αγάπη. Και έναν σπουδαίο πατέρα. Ζούσε για τη μουσική! Ηρθε με μια ορχήστρα απ’ την Κέρκυρα στην Αθήνα να κυνηγήσει τα όνειρά του. Στο πέμπτο παιδί η μάνα μου, η κυρία Ερασμία, η «μία του και μοναδική», όπως την πείραζε εκείνος, του ’πε πως τέρμα τα όνειρα! Πρέπει να μας ζήσει. Μπακάλικο. Φτώχεια. Μετά λαϊκές. Για χρόνια. Θυμάμαι πως όσο κι αν ήταν κουρασμένος, τα απογεύματα στο σπίτι μας θα ακούγονταν πάντα κιθάρα και ακορντεόν. Τραγούδαγε και κοίταζε τη μάνα μου «χαϊδεύοντάς» τη από μακριά, με τη μουσική. Τον θαύμαζα! Σε ένα θερινό σινεμά στα οχτώ μου έβλεπα τη Βουγιουκλάκη τόσο ωραία, σαν νεράιδα. «Το κορίτσι με τα παραμύθια».

Εσκυψα στον πατέρα μου και ψιθύρισα στ’ αυτί του σιγά: «Εγώ θα γίνω θεατρίνα, θα το δεις». Η μάνα μου δεν ήθελε. «Θα κάνεις το παιδί μας π…α» του ’λεγε! Ηταν και οι εποχές τότε άγριες για τις γυναίκες! Ολο απαγορεύσεις και «μη» και προκαταλήψεις! Με έβαλε ο πατέρας μου να υποσχεθώ πως θα ’μαι πρώτη στο σχολείο, θα παίζω στο θέατρο, θα τελειώσω και σχολή και δεν θα ξεχάσω ποτέ πως θέλει να ’ναι περήφανος για μένα. Αρχισα το παιδικό θέατρο του Χιόνη στα 12. Σταχτοπούτες, Χιονάτες και Ωραίες Κοιμωμένες τα πρωινά στα σινεμά των συνοικιών. Ημουν καλή μαθήτρια. Τελείωσα τη δραματική του Μιχαηλίδη. Ολα τα χρόνια που ακολούθησαν, σε γυρίσματα, πίστες, θέατρα, δεν δεχόμουν ποτέ ούτε δώρα ούτε επέτρεπα φλερτ και απέτρεπα τις εκδηλώσεις θαυμασμού. Για την υπόσχεση εκείνη που του έδωσα κάποτε στην αγκαλιά του, στην αυλή μας.

Δεν έδινα σημασία, σου λέω. Το ένα ήταν πως ονειρευόμουν ρόλους στο θέατρο και το τραγούδι, το σόου στη νύχτα ήταν για μένα κάτι παροδικό και τ’ άλλο εκείνη η υπόσχεση στον πατέρα μου, που με έκανε να ντρέπομαι! Κάποτε βγήκα στην πίστα και μου την είχαν στρώσει όλη με λευκά γαρίφαλα και στη μέση ένα κατακόκκινο μονάχα με ένα τεράστιο διαμάντι επάνω, που γυάλιζε. Δεν χάλασα το χορευτικό μου για να το μαζέψω.

Να σου εκμυστηρευτώ κάτι; Είχα έναν συγγενή -ας μη πούμε ποιον- που ήταν στην Αστυνομία. Τον παρακάλεσα να με γράψει μεγαλύτερη, για να μπορέσω να ακολουθήσω το Greek Drama Company του Μιχαηλίδη σε όλο τον κόσμο. Δεν μπορούσε να με πάρει αλλιώς. Τόση ήταν λαχτάρα μου για το θέατρο που έφτασα να κάνω και πλαστογραφία!

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν μαγικό! Τραγωδία και όλος ο κόσμος να ανοίγεται μπροστά μου. Κάποτε με μάλωσε ο δάσκαλός μου. Η ζωή μου άρχισε να είναι σχολείο, γύρισμα, σχολή, θέατρο, τραγούδι. Και έτσι πήγα για χρόνια, αντικαθιστώντας το σχολείο με τα γυρίσματα για την τηλεόραση.

Ημασταν φτωχοί. Επρεπε να ξεκουράσω τους γονείς μου. Να βοηθήσω τα αδέλφια μου. Να σταθούμε όλοι στα πόδια μας. Και δεν μετανιώνω ποτέ! Ο σπουδαίος μου δάσκαλος με επέκρινε. «Ντροπή! Αντί να μελετάς και να αφοσιώνεσαι στο δράμα, εσύ σπαταλιέσαι στο σινεμά». Με έπιασε το παράπονο! «Η μελέτη και το δράμα δεν θα βάλουν φαΐ στο τραπέζι της οικογένειάς μου, όμως» του αντιμίλησα!

Μετάνιωσα για τους μεγάλους ρόλους που δεν έπαιξα, ναι. Που για το μεροκάματο μείνανε αυτοί πίσω μου.

«Την εποχή που ήμουν εγώ στις πίστες έβλεπα κάτι σταρ να βγάζουν τρελά λεφτά και να ’ναι πρώτα ονόματα φτιαγμένα με άλλους τρόπους, εντελώς άφωνες και ατάλαντες»

Μα, έπειτα από τόσο μεγάλη καριέρα; Από τη «Γειτονιά» του Πρετεντέρη, που για πέντε χρόνια όπου πέρναγες σταμάταγε η κυκλοφορία, απ’ τις πίστες με τα μεγάλα ονόματα, λες πως έχεις, εσύ, απωθημένα;

Δεν έκανα αυτά που ονειρευόμουν. Δεν έπαιξα τους ρόλους που από παιδί έλεγα πως θα παίξω. Αυτοί θα μου έμεναν και στην ψυχή και στις καρδιές του κοινού.

Ημουν μικρή και δούλευα συνέχεια. Θυμάμαι τον πατέρα μου να περιμένει να με πάρει τα βράδια -ό,τι καιρό και να ’κανε- για να γυρίσουμε σπίτι μας μες στα σκοτάδια. Κάποτε ερχόταν και η μάνα μου, αλλά πιο σπάνια. Εγώ τις βόλτες και τα κέντρα δεν τα ήξερα. Λίγο πιο πάνω απ’ το θέατρο Μπρόντγουαιη όπου εμφανιζόμουν ήταν η Φωκίωνος Νέγρη, που γνώριζε μεγάλες δόξες. Κάποιο από τα βράδια με τη μαμά μου ανηφορίσαμε και εμείς σαν βόλτα προς τα ’κει. Κόσμος, φώτα, παρέες και ένα ξακουστό κέντρο, το Καραβάν, με ένα τεράστιο μεξικανικό καπέλο απ’ έξω να κάνει στροφές και μέσα αντί για πίστα ένα γύψινο άλογο και μια καρότσα που πάνω της καθόταν η ορχήστρα.

Μου ζήτησαν να πω ένα τραγούδι. Εγώ δεν ήξερα από αυτά που ήταν της μόδας, παρά μόνο Ζαμπέτα. Είπα το «Λευτέρη, Λευτέρη». Εγινε πανικός. Μου ζήτησαν κι άλλο, αλλά δεν ήξερα. Εκεί λοιπόν ήταν ο Κώστας ο Μαυρομιχάλης, μουσικός και ιδιοκτήτης. Μου έκανε πρόταση να εμφανίζομαι κάθε βράδυ, να λέω λίγα τραγούδια και να πληρώνομαι. Τα λεφτά σε σχέση με το θέατρο ήταν ασύλληπτα! Εδώ αντιστράφηκαν οι όροι. Η μάνα μου με υποστήριζε και ο πατέρας μου ούτε να ακούσει για κέντρα. Τελικά παντρευτήκαμε με τον Κώστα, δουλεύαμε μαζί και μετά είχα αμέσως προτάσεις για τις μεγάλες πίστες.

Για το θέατρο! Δεν ήθελε να παίζω. Δεν ήθελε να εμφανίζομαι πουθενά χωρίς αυτόν. Η εποχή ήθελε τις γυναίκες στο σπίτι και μόνο με τον σύζυγό τους σε δουλειές θεάματος. Με ζήλευε πολύ. Εφυγα απ’ το σπίτι, πήγα στον πατέρα μου και του ’πα: «Κρύψε με». Ηρθε εκεί. Δεν βγήκα να του μιλήσω. Χωρίσαμε.

Ακόμα κοιτάω πίσω μου εκείνη την περίοδο και λέω: «Εσύ; Γιατί φέρθηκες έτσι; Τι ήταν αυτή η τρέλα σου; Τι παραφορά; Πόσο λάθος!». Ηταν μεγάλος έρωτας. Ο Μιχάλης ο Ζαμπέτας, ο γιος του Γιώργου. Δεκαπέντε μέρες πριν από τον γάμο χωρίσαμε.Τι να σου πω; Πως εγώ, που είχα ανεχτεί σε όλες μου τις σχέσεις τη ζήλια και ήξερα τι τέρας πράσινο που τις διαλύει είναι, έκανα τα ίδια και χειρότερα; Παραλογιζόμουν. Ζούσαμε σε ένα σπίτι στην άκρη της θάλασσας, στο Καβούρι. Ητανε μια τεράστια βίλα με κήπο, που είχε ακόμα και σπιτάκι κηπουρού. Ερχόταν ο Γιώργος εκεί και έμενε, γιατί τον περιποιούμουν με λατρεία. Να φάει αυτό που επιθυμούσε, να γίνει ησυχία για να συνθέσει, στις μύτες των ποδιών να πατώ, να κοιμηθεί στο δωμάτιό του και εγώ να τον σκεπάσω.

«Πατεράκο μου» του έλεγα και έτσι τον αποχαιρέτησα στο τέλος, κλαίγοντας και φιλώντας τον για τελευταία φορά. Λίγο πριν από τον γάμο έκανα μια σκηνή στον Μιχάλη. Για να μη μου μιλήσει άσχημα, έπαιρνε τη μηχανή και σηκωνόταν και έφευγε. Ετσι έκανε και τότε. Ελειπε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Λέω «Ολα τελείωσαν». Το πίστευα. Τι με έπιασε; Γιατί το έκανα αυτό; Εχω σκεφτεί στη ζωή μου ατελείωτα βράδια τι ήταν όλο εκείνο το κακό και τι μου συνέβαινε! Πάω και ρίχνω το μωρό. Γύρισε! Πρωί ήταν και στάθηκε στην πόρτα και με κοίταξε στα μάτια. Του το ’πα. Εφυγε για πάντα! Χρόνια έκανα να συνέλθω.

Ευτυχώς! Το παιδί μου! Ημουν στη Θεσσαλονίκη. Πήγα στην Παναγία Φανερωμένη τη Μηχανιώτισσα, στη Νέα Μηχανιώνα. Είχα βάρος μέσα μου. Γονάτισα μπροστά και έκλαψα όσο μπορούσα. Από τα βάθη της ψυχής μου, με όλη μου την αλήθεια, της είπα: «Παναγίτσα μου, που είσαι μανούλα και κρατάς το παιδάκι σου αγκαλιά, συγχώρεσέ με, αν γίνεται, να νιώσω λίγη γαλήνη μέσα μου». Ενα μήνα μετά ήμουν έγκυος.

Οχι. Δεν παντρευτήκαμε. Είχα την απόλυτη στήριξη της οικογένειάς μου, σε εποχές -σου ξαναλέω- άγριες κοινωνικά. Ηξερα τι σημαίνει γυναίκα ανύπαντρη να κάνει παιδί. Μπορούσα να ’μαι όλα γι’ αυτό. Αποφασισμένη πήγα στον πατέρα μου και του είπα πως ξέρω πως μπορεί να λυπηθεί, αλλά εγώ θα γίνω μάνα. Με αγκάλιασε και δεν επέτρεψε ποτέ καμιά κουβέντα, ούτε καν βλέμμα στραβό, να με «ακουμπήσει». Στην αρχή είχα πολύ τη βοήθεια της μάνας μου. Μετά έκανε κι άλλα εγγόνια. Θυμάμαι μια ζωή άγχος. Να προλάβω να τον πάω αγγλικά, να είμαστε στην ώρα μας στα σπορ, να διαβάσει, να πάει στο πάρτι και εγώ, αν μείνει χρόνος, να κοιμηθώ. Ο γιος μου είναι ό,τι σπουδαιότερο στη ζωή μου. Κάθε στιγμή μαζί του, κάθε λεπτό, απ’ το πρώτο που τον πήρα αγκαλιά και ήμασταν οι δυο μας, είναι δώρο και ευλογία.

Κάποτε εμφανιζόμουν με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Με πιάνει και μου λέει: «Βρε, άκου με και κάνε ένα παιδί. Με πατέρα, χωρίς πατέρα, τι σημασία έχει! Μη χάσεις την ολοκλήρωση»

Ναι. Κάποτε εμφανιζόμουν με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Με έβλεπε που έτρεχα συνέχεια σε θέατρα, γυρίσματα, στούντιο, κέντρα και φαίνεται της θύμιζα τον εαυτό της. Ούτε γιορτές για μένα δεν είχε ούτε Χριστούγεννα. Εκλεινα την πόρτα πίσω μου Πρωτοχρονιά, η οικογένειά μου ήταν όλη στο γιορτινό τραπέζι, και εγώ έφευγα για το κέντρο και σ’ όλο τον δρόμο έκλαιγα!

Εχανα τη ζεστασιά, τη θαλπωρή, την αγάπη και αυτή τη φορά. Ενα βράδυ με καθίζει κάτω η Ρένα και μου λέει: «Ακου καλά τι θα σου πω. Χάσε εσύ τη ζωή σου δουλεύοντας για να γεράσεις και να ’ναι γύρω σου ανίψια και συγγενείς να περιμένουν πότε θα πεθάνεις να βάλουν χέρι στην περιουσία σου». Της απάντησα: «Εγώ τ’ αγαπώ τα ανίψια μου και δεν με νοιάζει! Είναι σαν να ’χω παιδιά!» «Βρε, άκου με και κάνε ένα παιδί. Με πατέρα, χωρίς πατέρα, αδιάφορο! Μη χάσεις την ολοκλήρωση. Τη μητρότητα». Μετά και απ’ τον Μιχάλη πόσες φορές σκέφτηκα τα λόγια της! Μα, πόσες!

Οχι η γνώμη, αλλά η στάση ζωής, ναι. Η αγαπημένη μου φίλη, το «κολλητάκι» μου ήταν η Ελενα Ναθαναήλ. Η κούκλα μου! Τη θαύμαζα σε ό,τι έκανε. Ακολούθησα τον τρόπο σκέψης της. Οταν έμαθα πως ήταν στην αρχή μεγάλης περιπέτειας, την πήρα τηλέφωνο. «Τώρα όλα ξεπερνιούνται. Μη στενοχωριέσαι». Με παρηγόρησε κιόλας! Ακούς; Περνάει λίγος καιρός, λέω ας πάρω να δω τι κάνει. Μου είπαν στο τηλέφωνο πως είχε «φύγει». Ούτε στο τελευταίο αντίο δεν πρόλαβα να πάω, να της πω πόσο την αγαπώ, πόσο μου λείπει, δεν κατάλαβα και δεν έτρεξα κοντά της.

Μόνο μια μικρή στενοχώρια έχω, αλλά όχι για μένα! Και την εποχή που ήμουν εγώ στις πίστες έβλεπα κάτι σταρ να βγάζουν τρελά λεφτά και να ’ναι πρώτα ονόματα φτιαγμένα με άλλους τρόπους, άφωνες και ατάλαντες. Και κρατώ ένα «γιατί;» για κείνα τα θεατρινάκια που κάνουν τον κόσμο να ονειρεύεται με τις χάρες όλες πάνω τους και πάνε απλήρωτα και χωρίς ευκαιρίες, νηστικές, χωρίς μεροκάματο να κοιμηθούν. Η αξία να περιφρονείται. Γιατί;

«Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα!» Εγώ έκανα τη Δόμνα, μια τραγουδίστρια που ο Λάμπρος ήθελε να ξεφορτωθεί. Ρολάκι ήταν και έκανε μια επιτυχία που δεν ξέρω ακόμα πού οφείλεται. Στη «Γειτονιά» πάλι ξεκίνησα για ένα – δύο επεισόδια και βρέθηκα σε μια θρυλική επιτυχία για πέντε χρόνια.

Και δούλεψα με τόσους σπουδαίους! Με τον Ζαμπέτα φυσικά, που κάναμε και περιοδεία μαζί. Με τον Βοσκόπουλο, τη Μοσχολιού, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τον Μπιθικώτση, τον Στράτο Διονυσίου. Πρόσφατα με τον Φασουλή, με τα παιδιά τα υπέροχα στο «Κάτω Παρτάλι», με ομάδες θεατρικές, όλο νέους ανθρώπους υπερταλαντούχους και με ιδέες! Ποιος, εγώ; Ενα φτωχοκόριτσο που τόσοι άνθρωποι σπουδαίοι δώσανε σημασία!

Γιατί; Τι ήμουν; Ενα φτωχοκόριτσο που ονειρευόταν πολύ και που κοίταζα να μην πιάνω πολύ χώρο στον κόσμο. Σωπαίνω! Και τι άλλωστε μπορώ να της πω, έτσι περήφανη και ωραία που στέκεται κουνώντας τη γροθιά της στον κόσμο; Μένουμε βουβές, ξεχνώντας να ανάψουμε το φως. Κι όμως! Δίπλα μου η νύχτα έλαμπε…

πηγή: Espressonews

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: