Γιώργος Λυκούργος: Ο Έλληνας αντάρτης της Χαβάης

Αυτή είναι η ιστορία ενός Ελληνα νεαρού που το 1877 αποχαιρέτησε τους γονείς και τα αδέλφια του. Οπως τόσοι και τόσοι, εγκατέλειψε τη γεννέτειρά του, το χωριό Βασαρά στη Σπάρτη, με προορισμό την Αμερική. Τον «Νέο Κόσμο», όπως τη χαρακτήριζαν τότε οι Ελληνες και όχι μόνο, οραματιζόμενοι έναν τόπο γεμάτο ευκαιρίες και χρήματα.

Ο νεαρός Ελληνας Γιώργος Λυκούργος μετά βίας είχε στην τσέπη του τα χρήματα για να πληρώσει το μακρινό ταξίδι, ενώ όλα του τα υπάρχοντα ήταν στριμωγμένα σε μια βαλίτσα. Ηταν μόλις 19 ετών, αλλά είχε ολοκληρώσει τη 18μηνη στρατιωτική του θητεία. Φοβισμένος, αλλά αποφασισμένος για μια νέα ζωή, έφτασε στην Αθήνα και από τον Πειραιά με πλοίο στο Λίβερπουλ. Από εκεί, μετά από εβδομάδες κακουχιών, είδε το λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Είχε φτάσει, αλλά το ταξίδι του μόλις άρχιζε. Δεν γνώριζε κανέναν. Δεν μιλούσε αγγλικά και είχε ξοδέψει τα ελάχιστα χρήματα που διέθετε. Μετά βίας μπόρεσε να βρει μια δουλειά του ποδαριού. Πουλούσε λεμόνια στον δρόμο. Χαμογελούσε στον κόσμο, τον χαιρετούσε στα ελληνικά και κουτσομάθαινε τις πρώτες του λέξεις στα αγγλικά. «Θένκιου». «Λέμονς, πλιζ». Το κρύο της Νέας Υόρκης δεν το άντεξε. Δεν θύμιζε σε τίποτα την πατρίδα. Ετσι αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα ακόμα ταξίδι, αυτή τη φορά στην πιο ζεστή και λιγότερο αναπτυγμένη Καλιφόρνια. Πράγματι, έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο. Την περίοδο εκείνη, η πόλη αναπτυσσόταν με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια από τον «πυρετό του χρυσού», κατά τη διάρκεια του οποίου μετανάστες από όλο τον κόσμο έφταναν εκεί προς αναζήτηση του πολύτιμου μεταλλεύματος.


Το θρυλικό «Volcano House» στην Κιλαγουέα, ιδιοκτησίας του Γιώργου Λυκούργου

Οι 1.000 κάτοικοι του Σαν Φρανσίσκο σε έναν χρόνο έγιναν 25.000 και η πληθυσμιακή έκρηξη συνεχίστηκε, καθώς η περιοχή προσέλκυσε ακόμα και Κινέζους εργάτες για την κατασκευή της μεγάλης σιδηροδρομικής γραμμής τη δεκαετία του 1860. Ο Γιώργος Λυκούργος συνδέθηκε με δύο ξαδέλφια του, τον Γιάννη και τον Πέτρο, και αποφάσισαν να ασχοληθούν με το εμπόριο φρούτων. Εστελνε με το πλοίο από το Σαν Φρανσίσκο προϊόντα και κρασί της Καλιφόρνιας στον εξάδελφό του στη Χονολουλού της Χαβάης και εκείνος έστελνε μπανάνες από τη Χαβάη για πώληση στις ηπειρωτικές Πολιτείες. Παράλληλα, ο Γιώργος Λυκούργος είχε ανοίξει ένα εστιατόριο. Με τον καιρό είχε αγαπήσει το Σαν Φρανσίσκο και ρίζωσε εκεί. Τίποτα δεν προμήνυε το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του. Ηταν φθινόπωρο του 1889 και κάποιοι φίλοι του θα πήγαιναν με πλοίο στη Χαβάη. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Κλάους Σπέκελς, μετανάστης από τη Γερμανία. Οπως και ο Γιώργος Λυκούργος, είχε φτάσει στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή.

Σε αντίθεση, όμως, με αυτόν, είχε επιχειρηματικά εστιάσει στη Χαβάη. Είχε αναλάβει την εξαγωγή ζάχαρης από τη Χαβάη προς την Καλιφόρνια. Είχε, μάλιστα, ιδρύσει το δικό του εργοστάσιο ζάχαρης εκεί, την οποία και έστελνε με δικά του πλοία. Ο Γιώργος Λυκούργος γνώριζε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του φίλου του, αλλά δεν αποφάσιζε να αφήσει το Σαν Φρανσίσκο και να εγκατασταθεί στη Χαβάη. Ανέβηκε στο πλοίο μαζί τους για να τους αποχαιρετήσει και για να περάσει η ώρα μέχρι την αναχώρηση το έριξαν στο χαρτάκι. Προτού το καταλάβουν, όμως, το πλοίο σήκωσε άγκυρα, με τον Γιώργο Λυκούργο να κατευθύνεται προς τη Χαβάη. Εκείνο που δεν γνώριζε ήταν ότι η ζωή του θα άλλαζε δραστικά για δεύτερη φορά μετά τον πρώτο του ξεριζωμό από την πατρίδα.

Η άφιξή του στο νησί σηματοδότησε όχι απλά ένα νέο κεφάλαιο, αλλά και έναν έρωτα που δεν έσβησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αγάπησε με πάθος το νησί και καταπιάστηκε με διάφορες δουλειές. Διακρίθηκε στο εμπόριο της μπανάνας. Μέχρι το 1892 ήταν ιδιοκτήτης μίας εκ των δύο μεγαλύτερων εταιρειών της Χαβάης που εμπορευόταν μπανάνες. Ασχολήθηκε και με το εμπόριο αλκοόλ.


Ο δαιμόνιος Σπαρτιάτης επιχειρηματίας την περίοδο που κάνει ήδη χρυσές μπίζνες στην Καλιφόρνια ως μεγαλοπαραγωγός κρασιού, στα τέλη του 19ου αιώνα

Προερχόμενος από τη Σπάρτη, ο Γιώργος Λυκούργος ήταν φιλοβασιλικός, άρα δεν είχε κανένα πρόβλημα να πλησιάσει τον τότε βασιλιά του νησιού Καλακάουα που είχε το προσωνύμιο «χαρούμενος μονάρχης». Οι δυο τους με τον καιρό καλλιέργησαν στενές φιλικές σχέσεις. Ηταν τότε που απέκτησε την κυριότητα του μοναδικού τουριστικού θερέτρου του νησιού Σαν Σουσί. Το όνομά του προερχόταν από τη γαλλική έκφραση sans-soucis (δίχως έγνοια) και για την εποχή ήταν ένα πρωτοποριακό θέρετρο στην παραλία Γουακίκι της Χονολουλού. Προσέλκυσε αξιόλογη πελατεία, συμπεριλαμβανομένου του συγγραφέα Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Είχε, όμως, και εκείνος κερδίσει τον τίτλο «Δούκας της Σπάρτης», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του.

Μετά τον θάνατο του βασιλιά της Χαβάης, στήριξε τη διάδοχό του και τελευταία μονάρχη πριγκίπισσα Καϊουλάνι. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας της ξεκίνησε διαδικασίες σύνταξης Συντάγματος, με το οποίο θα παραχωρούσε το δικαίωμα ψήφου και στους οικονομικά ασθενέστερους υπηκόους της, μειώνοντας το όριο των περουσιακών στοιχείων που όφειλαν να έχουν στο όνομά τους για να ψηφίζουν.

Ο Ελληνας που πλέον θεωρούσε τη Χαβάη πατρίδα του τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της και πάλεψε να την κρατήσει στην εξουσία, εναντίον όσων υποστήριζαν την ανατροπή της και την ένωση της Χαβάης με τις ΗΠΑ. Αυτοί ήταν που συνεργάστηκαν με 300 Αμερικανούς πεζοναύτες που αποβιβάστηκαν στη Χονολουλού, με αποτέλεσμα την επίσημη προσάρτηση των νήσων της Χαβάης το 1898. Αναγκάστηκε να τους φιλοξενήσει στο ξενοδοχείο του και να φροντίζει για τη σίτισή τους. Λίγο μετά, συνελήφθη και φυλακίστηκε από το νέο καθεστώς με την κατηγορία της προδοσίας.


Ο «Δούκας της Σπάρτης», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του στις αρχές της δεκαετίας του ’50, λίγο πριν το βιολογικό τέλος μιας συναρπαστικής διαδρομής που συνδέθηκε άρρηκτα με τη νεότερη
ιστορία της Χαβάης


Η φυλάκιση

Αν και χωρίς αποδείξεις, πίστευαν πως εκείνος ήταν που είχε προμηθεύσει όπλα στην αποτυχημένη αντεπανάσταση των φιλοβασιλικών.

Εμεινε 51 ημέρες στη φυλακή επειδή αρνιόταν να υπογράψει ένα έγγραφο με το οποίο δεν θα είχε καμία οικονομική αξίωση έναντι των Αρχών. Ανένδοτος παρέμεινε, με εξασφάλισμένο, όμως, κάθε μέρα το κρασάκι του. Μετά την αποφυλάκισή του, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα για να δει φίλους και συγγενείς.

Κατά την επιστροφή του ξεκινάει το πιο λαμπρό μέρος τη δραστηριότητάς του. Ηταν αρχές του αιώνα, καλοκαίρι του 1900, όταν ίδρυσε το The Union Grill. Οι μπελάδες δεν σταμάτησαν, καθώς εκεί σέρβιρε παράνομα αλκοόλ. Η νέα κυβέρνηση, ελεγχόμενη από συντηρητικούς ιεραπόστολους, έβαλε πρόστιμο στον Γιώργο Λυκούργο επειδή διέθετε οινοπνευματώδη ποτά στο ξενοδοχείο του.

Δεν τους άρεσε και το γεγονός ότι στο ξενοδοχείο του δέσποζε ένα μνημείο αφιερωμένο στην εκθρονισμένη βασίλισσα Λιλιουοκαλάνι. Παρά τα εμπόδια, το 1904 έγινε ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Volcano House». Η αγορά του έγινε πρωτοσέλιδο και σε αμερικανικές εφημερίδες. Επιασε αμέσως δουλειά ανακαινίζοντας τον χώρο ώστε να καταστεί προσιτός στους ντόπιους αλλά και σε τουρίστες. Προκάλεσε και πάλι τις Αρχές όταν κάλεσε την εθνική μπάντα να παίξει στα εγκαίνια του ξενοδοχείου. Αγνόησε επιδεικτικά το γεγονός ότι η χαβανέζικη μουσική και ο χορός hula είχαν απαγορευτεί με διάταγμα να παίζονται δημόσια, καθώς θεωρούνταν ανήθικοι.

Το ξενοδοχείο «Volcano House» αποτέλεσε τη βάση της τουριστικής ανάπτυξης όλου του νησιού. Υπάρχει μέχρι και σήμερα, αν και έχει αλλάξει πολλούς ιδιοκτήτες. Εγινε και πόλος έλξης πολλών Ελλήνων που έφταναν στο νησί, γνωρίζοντας ότι έχουν εξασφαλισμένη εργασία από τον «θείο Γιώργο», όπως τον αποκαλούσαν.

Ο Λυκούργος ποτέ δεν ξέχασε την Ελλάδα. Οι συγγενείς του ταξίδευαν συχνά για να απολαύσουν τη φιλοξενία του. Ενας από αυτούς, μάλιστα, του έφερε και φασιανούς ώστε να τους εκθρέψει στο νησί. Εζησε ευτυχισμένος με τη σύζυγό του Αθηνά Γερασίμου με καταγωγή επίσης από τη Σπάρτη. Απέκτησαν την οικογένειά τους και συχνά πυκνά η ζωή και η δραστηριότητά τους γίνονταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, όπως η συλλογή με τα αυτοκίνητά του, το ταξίδι του στην Κίνα και πολλά ακόμα. Ο δαιμόνιος αυτός Σπαρτιάτης, κατά γενική ομολογία, κατέκτησε τη Χαβάη, αφήνοντας για πάντα εκεί το αποτύπωμά του…

.

Πηγή: Protothema.gr

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: