Παραμονή στην Ε.Ε. ή αποχώρηση;

Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΥΡΤΗ
Παραμονή στην Ε.Ε. ή αποχώρηση;

Εδώ και τρία η και οι πολίτες της ζουν στον αστερισμό του μνημονίου, που τόσα δεινά έφερε για όλους. Το μνημόνιο ή τα μνημόνια κατέστησαν αναγκαία από τη στιγμή που η χώρα, ύστερα από την εγκληματική οικονομική της περιόδου 2004-2009 και περισσότερο την περίοδο 2007-2009 έφθασε στο χείλος της καταστροφής, έχοντας ουσιαστικά πτωχεύσει.
Στόχος του παρόντος σημειώματος, πάντως, δεν είναι να ασχοληθεί με τις πολιτικές ή και, ενδεχομένως, ποινικές ευθύνες όσων με τις αποφάσεις, τις πράξεις και τις παραλήψεις τους που οδήγησαν τη χώρα στο μη περαιτέρω, καταχρεωμένη και πλήρως αναξιόπιστη. Ωστόσο, κάποια πράγματα πρέπει να τα γνωρίζει ο απλός πολίτης, ώστε να γνωρίζει τι έχει γίνει και ποιος ευθύνεται, ώστε να πάρει τις σωστές αποφάσεις για το μέλλον. Ακόμα καλύτερα θα ήταν να συμφωνούσαμε όλοι σε ορισμένα θέματα, όπως τι έφταιξε και πως οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση, ώστε, ως χώρα, πλέον, να βρούμε έναν καλύτερο δρόμο, επανεξετάζοντας ακόμα και ζητήματα που, μέχρι τώρα, θεωρούσαμε δεδομένα και ως να ορίζουν το μέλλον της Ελλάδας και του ελληνισμού όσο υπάρχουν σε αυτό τον κόσμο.
Αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει χωρίς σκοπιμότητες. Να ειπωθεί η αλήθεια και ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του. Να μη γίνει δηλαδή μια προσπάθεια συμψηφισμού, έτσι που όλοι να καταλήξουμε σε μια παραδοχή του τύπου όλοι ευθύνονται το ίδιο, τουλάχιστον όσοι άσκησαν εξουσία. Πρέπει στο καθένα να καταλογιστούν με ακρίβεια και με δίκαιο τρόπο οι δικές του ευθύνες, είτε πρόκειται για πρόσωπα είτα για κόμματα.
Από αυτόν τον καταλογισμό δεν μπορούν να εξαιρεθούν εκείνοι οι οποίοι, στην ουσία, επέβαλαν αποφάσεις στις κυβερνήσεις. Δεν θα είναι σωστό όλο το βάρος της ευθύνης να πέσουν στους πολιτικούς και να τεθεί στο απυρόβλητο η κρατικοδίαιτη οικονομική ολιγαρχία της χώρας, η οποία συγκροτούσε κοινοβουλευτικές ομάδες μέσα στα κόμματα, προκειμένου να υπάρξουν αποφάσεις της αρεσκείας τους, που θα εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα, ακόμα και αν αυτά ήταν αντίθετα προς εκείνα της χώρας και των πολιτών της, οι οποίοι πλήρωσαν και πληρώνουν ακόμα για την ευημερία των οικονομικά ισχυρών.
Ένα από τα βασικά στοιχεία που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι οι Έλληνες, για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε, σε όλα τα επίπεδα, είναι αυτό του χρέους, το οποίο βρίσκεται στη βάση όλων των δεινών της χώρας και των Ελλήνων. Η Ελλάδα, από συστάσεως του νεότερου ελληνικού κράτους μέχρι το 2004 είχε δημόσιο χρέος (περιλαμβανομένων και των δανείων της απελευθέρωσης και του Χ, Τρικούπη) που έφθανε στα 183 δις . Το χρέος αυτό εκτοξεύθηκε στα 300 δις την περίοδο 2004-2009. Τα στοιχεία αυτά είναι αδιαμφισβήτητα.
Αλλά ας αφήσουμε κατά μέρος τον επιμερισμό των ευθυνών και ας ασχοληθούμε με άλλα, σημαντικότερα, κατά την εκτίμηση του γράφοντος. Η χώρα και οι πολίτες της, ειδικά τα τελευταία πολλά χρόνια, ζούσαμε αμέριμνοι, μια αντίληψη και στάση ζωής που ενισχύθηκε στον υπερθετικό βαθμό την 6ετία πριν το 2009.
Ο λόγος για τον οποίο οδηγηθήκαμε να ζούμε κατ΄ αυτό τον τρόπο, σχετίζεται με πολλούς παράγοντες, αλλά εδώ θα επισημανθεί ένας, που είναι, ίσως, ο πιο σημαντικός. Η ένταξη τα χώρας στην ΕΟΚ (που εξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση), αρχικά και στην Ευρωζώνη στη συνέχεια, δημιούργησε την αίσθηση ότι όλα έχουν μπει στον « πιλότο» και, άρα, βαίνουν καλώς και θα βαίνουν στον αιώνα τον άπαντα. Την ίδια εντύπωση είχε και μεγάλο τμήμα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, το οποίο αρκέστηκε στη διαχείριση της θέσης της χώρας στην Ε.Ε. και τα κοινοτικά όργανα, χωρίς ποτέ, σχεδόν, να σκεφθεί και κάτι διαφορετικό, πέραν από την εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών, τις οποίες, τις περισσότερες φορές, εφάρμοζε είτε με καθυστέρηση είτε με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Και σχεδόν ποτέ δεν διαπραγματεύθηκε κάτι πέραν αυτών που αποφασιζόταν στα κοινοτικά όργανα. Και αν δεν υπήρχε η διαπραγμάτευση για τα ΜΟΠ, που κατέληξε με επιτυχία για τη χώρα μας, το «σχεδόν» δεν θα υπήρχε στην προηγούμενη φράση.
Η Ελλάδα συμπλήρωσε φέτος 32 χρόνια ως μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Χρόνος πολύς, ίσως και πάρα πολύς, για να μην κάνουμε απολογισμό της απόφασης ένταξης από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και την ένταξη το 1981. Ο απολογισμός δεν έγινε διότι όλοι θεωρήσαμε ότι εντασσόμενοι στην ευρωπαϊκή οικογένεια, έχουμε ορίσει το μέλλον μας σε βάθος αιώνων.
Όσο η Ευρώπη ήταν αυτό ή κάτι κοντά σε αυτό που οραματιστήκαμε όταν ζητήσαμε την ένταξή μας, ίσως και να είχαμε δίκιο να θεωρούμε ότι δεν έχουμε να ασχοληθούμε με κάτι άλλο και πολύ περισσότερο να πάρουμε κάποιες αποφάσεις λίγο διαφορετικές. Ούτε καν σκέψη δεν υπήρξε.
Ύστερα από 32 χρόνια, πρέπει να κάνουμε τον απολογισμό και να θέσουμε ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε: Ισχύουν σήμερα οι όροι υπό και για τους οποίους ενταχθήκαμε; Είναι η Ευρώπη αυτό που ευαγγελίζονταν τότε και η ίδια ή έχει αλλάξει; Ισχύουν οι αρχές της ισοτιμίας, της σύγκλισης και της αλληλεγγύης; Έχουν αλλάξει οι αρχές της κοινής πορείας των χωρών-μελών και ποιες αρχές ισχύουν σήμερα; Και επειδή έχει γίνει μεγάλο θέμα, αν η Ευρώπη θα τελεί στο εξής υπό Γερμανική διοίκηση, με τη συνεργασία εκείνων των χωρών που έχουν κοινά συμφέροντα και συγγενή φυλετική καταγωγή; Ισχύουν οι αρχές της σύγκλισης, της εμβάθυνσης, της οικονομικής και πολιτικής Ένωσης, αρχές για τις οποίες η Ελλάδα εντάχθηκε και αποφάσισε να παραμείνει; Πρέπει να τεθεί και το ερώτημα, το βασικότερο όλων, αν συμφέρει την Ελλάδα η συνέχιση της παραμονής της σε έναν τέτοιο συνασπισμό χωρών, έχοντας το ρόλο του παρία ή, μάλλον, του υποτακτικού.
Η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει σε βάθος χρόνου και να καλύψει όλες τις πτυχές του ζητήματος, Κι αν η κατάληξη αυτής της συζήτησης, ύστερα από κάποια χρόνια, είναι ότι είναι ασύμφορη η παραμονή μας στον ευρωπαϊκό σχηματισμό να αποφασίσουμε για την αποχώρησή μας και, τελικά, να αποχωρήσουμε, ρυθμίζοντας τις υποχρεώσεις μας προς τους σημερινούς εταίρους.
Αυτή η συζήτηση δεν πρέπει να τρομάζει, ούτε να γίνει αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης, ώστε να δημιουργηθούν τα γνωστά δύο στρατόπεδα των «ευρωπαϊστών» και των «αντιευρωπαϊστών». Πρέπει όλοι να θέσουμε πάνω απ΄ όλα, πάνω από τις κομματικές συμπεριφορές και τα κομματικά συμφέροντα, τα συμφέροντα της Ελλάδας και των Ελλήνων και με αυτό το κριτήριο να πάρουμε την όποια απόφαση. Παραμονή ή αποχώρηση.
Η Ελλάδα επέλεξε την ένταξή της στην ΕΟΚ πρωτίστως για πολιτικούς λόγους και δευτερευόντως για οικονομικούς. Είχε λίγα χρόνια που απαλλάχθηκε από την επτάχρονη δικτατορία και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τότε πολιτικής ηγεσίας, υπήρχε κίνδυνος μιας νέας εκτροπής, καθώς και ότι η ένταξή μας στην ΕΟΚ θα απομάκρυνε ή και θα εξάλειφε έναν παρόμοιο κίνδυνο.
Σήμερα, 32 χρόνια μετά την ένταξη, ο κίνδυνος δεν υφίσταται, έστω κι αν η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται ενισχυμένη. Και όσο κι αν ο Ευάγγελος Βενιζέλος υποστηρίζει ότι η ενίσχυσή της δεν οφείλεται στην που βιώνουμε με την επιβολή του συστήματος «στήριξη και τιμωρία» από τους εταίρους, όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τη στάση των εταίρων, είναι πολύ δύσκολο να υποστηριχτεί ότι οι Έλληνες νεοναζί δεν αξιοποιούν, προς όφελός τους, τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη χώρα λόγω των όρων του μνημονίου που μας επιβλήθηκαν.
Αν συμφωνήσουμε ότι οι λόγοι της ένταξης έχουν εκλείψει, τότε μπορούμε να ασχοληθούμε με το μείζον, όπως έχει εξελιχθεί, θέμα των οικονομικών λόγων της ένταξης, οι οποίοι τότε ήταν δευτερεύοντες, αλλά σήμερα έχουν γίνει πρωτεύοντες, αναφορικά με τη συνέχιση της παραμονής μας.
Είναι βέβαιο ότι στο άκουσμα της πρότασης να συζητήσουμε αν είναι προς το συμφέρον μας η περαιτέρω παραμονή μας στην Ε.Ε., θα υπάρξει ξάφνιασμα και στη συνέχεια αρνητικές αντιδράσεις. Θα πρόκειται., όμως, για συναισθηματικές αντιδράσεις, από όσους θεωρούν τα πάντα δεδομένα, κάτι σαν μια προδιαγραμμένη μοίρα την οποία πρέπει να αποδεχτούμε και να υποκύψουμε στο «μοιραίο».
Το ίδιο βέβαιο είναι και ότι κάποιοι θα το σκεφθούν. Πιο βέβαιο και από τα δύο, πάντως, είναι ότι μια τέτοια συζήτηση θα χρειαστεί πολύ χρόνο, αλλά δεν πρέπει να μας τρομάζει. Ο διάλογος πρέπει να γίνει ψύχραιμα, με νηφαλιότητα και με την επιστράτευση σοβαρών επιχειρημάτων. Όπως κάνουν οι Γερμανοί. Το συναίσθημα δεν θα είναι καλός σύμβουλος.
Επίσης δεν πρέπει να διαχυθεί φόβος πιθανής αποπομπής μας. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Αν ήταν, το θα ήταν ήδη γεγονός. Αλλά οι Ευρωπαίοι εταίροι τα ζύγισαν όλα, ζύγισαν τις δικές τους απώλειες από μια τέτοια εξέλιξη και αποφάσισαν να σταματήσουν να μιλάνε για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και «μαλάκωσαν» τη συμπεριφορά τους προς τους «άσωτους» Έλληνες. Αυτός ήταν και ο λόγος της αλλαγής στάσης και της Μέρκελ και των Ολλανδών και άλλων συμμάχων της και όχι ότι, δήθεν, αποκαταστάθηκε η αξιοπιστία της χώρας από τον Α. Σαμαρά, όπως ο ίδιος αρέσκεται να ισχυρίζεται. Το μεγάλο κόστος για τους ευρωπαίους απέτρεψε την αποπομπή μας.
Και είναι καιρός να σταματήσει, στο εσωτερικό της χώρας, η κομματική αντιπαράθεση για το αν ο ένας μείωσε την αξιοπιστία της χώρας και ο άλλος την αποκατέστησε. Η μείωση της αξιοπιστίας της χώρας ανάγεται στην περίοδο 2004-2009, όταν οι εταίροι αντιλήφθηκαν ότι η Ελλάδα (με τη βοήθεια του Μπαρόζο, που έβλεπε, όπως και άλλοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, μόνο το συμφέρον του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των εθνικών κομμάτων μελών του) έδινε ψεύτικα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας της, η οποία, παρά τους εξωραϊσμούς. Έτρεχε προς τον γκρεμό με τα φρένα σπασμένα.
Ας σταματήσει αυτή η συζήτηση κι ας αντικατασταθεί από εκείνη που θα αφορά στην αποτίμηση της κρίσης και των επιπτώσεών της και τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε, τι περνάει από το χέρι μας και να το πράξουμε. Δεν είναι το μείζον θέμα για τη χώρα η παραμονή στην εξουσία των Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη ούτε η κατάληψή της από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε εύκολη και κυρίως ανέξοδη για τους ευρωπαίους πιθανή απομάκρυνσή μας από την ευρωζώνη, υπάρχει και το προηγούμενο των ΜΟΠ, που πρέπει να έχουμε υπόψη μας και το οποίο επίσης έδειξε ότι αποφάσεις περί εξόδου μιας χώρας δεν έχει μονομερείς επιπτώσεις και ότι το μεγαλύτερο κόστος θα το καταβάλουν οι άλλες χώρες.
Όταν η Ελλάδα ανακοίνωσε την απόφασή της, δια του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, να ενταχθεί στην ΕΟΚ, διατυπώθηκε, από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η θέση περί ασύμφορης ένταξης της χώρας, κυρίως λόγω της άθλιας συμφωνίας ένταξης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, πριν τις εκλογές του 1981, είχε πει ότι αν το ΠΑΣΟΚ κερδίσει την εκλογική αναμέτρηση θα επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία ένταξης, με το ενδεχόμενο της αποχώρησης ανοιχτό σε αντίθετη περίπτωση.
Στις 18 Οκτωβρίου 1981, το 60%, περίπου των Ελλήνων δήλωσαν, με την ψήφο τους, ότι η ένταξη, με τους όρους που έγινε, δεν ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας. Οπλισμένος με το εκλογικό αποτέλεσμα ο Ανδρέας Παπανδρέου προσήλθε στη Σύνοδο Κορυφής, επιδιώκοντας την αλλαγή της συνθήκης ένταξης. Και αυτό το πέτυχε μέσω της έγκρισης των ΜΟΠ, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση της Μάργκαρετ Θάτσερ και απειλώντας με βέτο σε όλες τις άλλες αποφάσεις.
Επρόκειτο για έναν θρίαμβο της διαπραγμάτευσης με πειστικά επιχειρήματα, που απέδειξε και κάτι άλλο. Ότι οι φόβοι που εκφράστηκαν από την τότε (δεξιά) αντιπολίτευση, περί της ασύμφορης εξόδου και του ενδεχομένου να μας αποπέμψουν οι εταίροι. Τίποτε από αυτά δεν έγινε, καθώς και τότε, οι εταίροι, αποφάσισαν να πληρώσουν τα ΜΟΠ αντί να αντιμετωπίσουν μια πιθανή αποχώρηση ή αποπομπή της Ελλάδας.
Εκτός της ανάγκης να υπάρξει διάλογος με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και επιστράτευση επιχειρημάτων, είναι απολύτως απαραίτητη και η παρουσία μια πολιτικής ηγεσίας, στο σύνολό της και όχι μόνο , με γνώσεις, έμπνευση και όραμα, προσηλωμένη αποκλειστικά και μόνο στο εθνικό συμφέρον, στο συμφέρον, δηλαδή, της χώρας και του λαού της.
Υπάρχει, όμως, σήμερα μια πολιτική ηγεσία στη χώρα. Καλύτερη από όλες όσες πέρασαν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους; Επ αυτού σε επόμενο σημείωμα.

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,
  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: